κάμβριος

κάμβριος
-α, -ο και καμβρικός, -ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Καμβρία
2. φρ. α) «Κάμβριο Σύστημα» — η πρώτη και αρχαιότερη από τις διαπλάσεις, στις οποίες υποδιαιρείται η Παλαιοζωική Αιωνοδιάπλαση
β) «Κάμβριος Περίοδος ή Κάμβριο» — η πρώτη και αρχαιότερη περίοδος τού Παλαιοζωικού Αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cambrian (< Cambria, κελτική ονομασία τής Β. Ουαλίας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προκάμβριος — α, ο, Ν γεωλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πριν από το κάμβριο περίοδο τής ιστορίας τής Γης 2. το ουδ. ως ουσ. το προκάμβριο διάστημα τού γεωλογικού χρόνου που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα τής γεωλογικής ιστορίας τού πλανήτη μας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”